ἀναμεμιγμένος

ἀναμεμιγμένος
ἀναμίγνυμι
mix up
perf part mp masc nom sg
ἀναμεμῑγμένος , ἀναμίγνυμι
mix up
perf part mp masc nom sg
ἀναμεμῑγμένος , ἀναμίγνυμι
mix up
perf part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ανακατωτός — ή, ό [ανακατώνω] 1. αυτός που ανακατώθηκε, ανακατωμένος, αναμεμιγμένος, ανάκατος 2. επίρρ. «απ έξω κι ανακατωτά», δίχως ελλείψεις, πολύ καλά (αναφέρεται στην εκμάθηση ή την απομνημόνευση) …   Dictionary of Greek

  • αναμικτός — ἀναμικτός, ή, όν (Μ) [ἀναμείγνυμι] αναμεμιγμένος, ανακατωμένος …   Dictionary of Greek

  • ανεπίμικτος — ἀνεπίμικτος, ον (Α) [επίμικτος] 1. μη αναμεμιγμένος με κάτι, καθαρός από ξένη πρόσμιξη 2. μη ερχόμενος σε επαφή με άλλους, ακοινώνητος, αποξενωμένος 3. (για τόπο) μη συχναζόμενος από ξένους 4. το ουδ. ως ουσ. το ανεπίμικτον η ανεπιμιξία* …   Dictionary of Greek

  • επιπλέκω — (Α ἐπιπλέκω) περιπλέκω, μπερδεύω, ανακατώνω νεοελλ. (για αρρώστια) προκαλώ επιπλοκές, χειροτερεύω αρχ. 1. πλέκω πάνω σε κάτι, προσθέτω πλέκοντας 2. δένω, δεσμεύω 3. συνδυάζω, συνδέω («ἐπιπλέκειν αὐτὰ τῷ τῆς παραλείψεως σχήματι», Αριστοτ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • ηερόμικτος — ἠερόμικτος, ον (Α) αναμεμιγμένος με τον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο , ιων. τ. τού αερο (< αήρ, προβλ. ιων. γεν. ηέρος) + μικτός (< θ. μιγ . τού μίγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β ε μίγ ην), πρβλ. αλί μικτος α πρόσ μι κτος] …   Dictionary of Greek

  • θαλάσσιος — α, ο (AM θαλάσσιος, ία, ον, Α και θαλάσσιος, ον, αττ. τ. θαλάττιος, ία, ον και ος, ον) [θάλασσα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θάλασσα, αυτός που υπάρχει ή γίνεται μέσα ή πάνω σε αυτήν, αυτός που προέρχεται από αυτήν (α. «θαλάσσια λουτρά»… …   Dictionary of Greek

  • ιομιγής — ἰομιγής, ές (Α) αναμεμιγμένος με δηλητήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (III) + μιγής (< μείγνυμι), πρβλ. μυρτο μιγής, ψυχο μιγής] …   Dictionary of Greek

  • ιρινόμικτος — ἰρινόμικτος, ον (Α) αναμεμιγμένος με λάδι τού φυτού ίρις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴρινος + μικτος (< μικτός < μείγνυμι), πρβλ. θηρό μικτος, οιωνό μικτος] …   Dictionary of Greek

  • ισοκραής — ἰσοκραής, ές και ίσοκράς, ό, ἡ (Α) (πιθ. γρφ. στον Ιπποκρ.) εξίσου αναμεμιγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κραής < θ. κρᾱτον κεράννυμι* (πρβλ. ευ κραής)] …   Dictionary of Greek

  • ισοκρατής — (Αθήνα 436 – 338 π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια του δήμου Ερχιάς (κοντά στα σημερινά Σπάτα), όπου ο πατέρας του είχε εργαστήριο κατασκευής αυλών. Δέχτηκε επιμελημένη αγωγή, αποφασιστικός σταθμός της οποίας υπήρξε η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”